Перевод: с английского на все языки

со всех языков на английский

μάλιστα μέν

  • 1 First

    adj.
    In all senses: P. and V. πρῶτος.
    First in importance, use also V. πρεσβτατος, πρέσβιστος.
    First-born: P. and V. πρεσβτατος, V. πρέσβιστος.
    Be first born, v.; P. and V. πρεσβεύειν.
    You must go first: V. σοὶ βαδιστέον πάρος (Soph., El. 1502).
    The first comer, any chance person: P. and V. ὁ τυχών, ὁ ἐπιτυχών, ὁ προστυχών, ὁ συντυχών, P. ὁ ἐντυχών, ὁ παρατυχών, V. ὁ ἐπιών, ὁ φθσας.
    The first place, primacy: P. and V. πρεσβεῖα, τά; see Primacy.
    Have the first place, v.: P. πρωτεύειν, V. πρεσβεύειν, πρεσβεύεσθαι.
    Give the first place to: P. and V. πρεσβεύειν (acc.) (Plat.).
    First prize: P. πρωτεῖον (or pl.).
    The first day of the month: Ar. and P. ἕνη καὶ νέα.
    Those who are the first to confer a favour: P. οἱ προϋπάρχοντες τῷ ποιεῖν εὖ (Dem. 471).
    Be the first to do a thing: P. and V. ἄρχειν; see Begin.
    In the first place: P. and V. πρῶτον, τὸ πρῶτον, πρώτιστον, Ar. and V. πρῶτα, πρώτιστα.
    For the first time: P. and V. πρῶτον, Ar. and V. πρῶτα.
    At first: P. and V. τὸ πρῶτον.
    Originally: P. and V. τὸ ἀρχαῖον, P. κατʼ ἀρχάς.
    ——————
    adv.
    P. and V. πρῶτον, τὸ πρῶτον, πρώτιστον, Ar. and V. πρῶτα, πρώτιστα..
    Earlier, before something else: P. and V. πρότερον.
    Be first: P. and V. φθνειν, προφθνειν; see also Begin.
    First and foremost: P. and V. τὸ μὲν μέγιστον, μλιστα μέν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > First

  • 2 Foremost

    adj.
    In place or importance: P. and V. πρῶτος, V. πρεσβύτατος, πρέσβιστος.
    Chief: P. and V. κύριος.
    First and foremost, adv.: P. and V. τὸ μὲν μέγιστον, μλιστα μέν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Foremost

  • 3 Failing

    prep.
    Except: P. and V. πλήν.
    Failing this: P. and V. εἰ δὲ μή.
    Best of all, let us make terms for ever. Failing that...: P. μάλιστα μὲν εἰς ἀΐδιον συμβῶμεν, εἰ δὲ μὴ... (Thuc. 4, 63).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Failing

  • 4 Far

    adj.
    Long: P. and V. μακρός.
    Distant: V. ἔκτοπος, ἄποπτος, τηλουρός, τηλωπός; see Distant.
    On the far side of: P. and V. τἀπέκεινα (gen.), V. τοὐκεῖθεν (gen.).
    ——————
    adv.
    P. and V. μακρν, Ar. and P. πόρρω, P. ἄποθεν, Ar. and V. πωθεν, V. πρόσω, πόρσω, ἑκς (Thuc. also but rare P.), Ar. τηλοῦ.
    With comparatives: P. and V. πολύ, πολλῷ, μακρῷ.
    So far, at so great a distance: P. διὰ τοσούτου.
    Be far, be distant, v.; P. and V. πεῖναι, πέχειν, φίστασθαι, ποστατεῖν (Plat.), P. διέχειν.
    About how far off is the Argive host: V. πόσον τι δʼ ἐστʼ ἄπωθεν Ἀργεῖον δόρυ (Eur., Heracl. 674).
    From far: P. πόρρωθεν, ἄποθεν, V. πρόσωθεν, τηλόθεν, Ar. and V. πωθεν.
    Sent from far, adj.: V. τηλέπομπος.
    Far from: Ar. and V. πωθεν (gen.), Ar. and P. πόρρω (gen.). P. ἄποθεν (gen.), V. πρόσω (gen.), πόρσω (gen.), μακρν (gen.), τηλοῦ (gen.) (Eur., Cycl. 689; also Ar. absol.), τηλόθεν (gen.), ἑκς (gen.).
    Be far from, distant from, v.: P. and V. πέχειν (gen.), P. διέχειν (gen.); met., be so far from... that...: P. τοσοῦτον ἀπέχειν τοῦ (infin.)... ὥστε (infin.), or τοσούτου δεῖν (infin.)... ὥστε (infin.).
    I am far from doing so: P. πολλοῦ γε καὶ δέω.
    Far from it: Ar. and P. πολλοῦ δεῖ (cf. Ar., Ach. 543).
    Too far: P. μακροτέραν, P. and V. περαιτέρω; met., go too far, go to extremes, v.: P. and V. περβάλλειν, V. ἐκτρέχειν.
    As far as, prep.: P. μέχρι (gen.), ἄχρι (gen.) (rare).
    As far as possible ( of place). — Send me as far away as possible from this land: V. πέμψον με χώρας τῆσδʼ ὅποι προσωτάτω (Eur., And. 922).
    As far as possible from Greece: V. ὡς προσωταθʼ Ελλάδος (Eur., I.T. 712).
    As far as, adv.: P. and V. ὅσον, ὅσονπερ.
    As far as possible: P. ὅσον δυνατόν, εἰς τὸ δυνατόν, V. ὅσον μλιστα.
    As far as... is concerned: P. and V. ἕνεκα (gen.) (Dem. 32; Eur., Hel. 1254), V. οὕνεκα (gen.) (Eur., And. 759, Phoen. 865), ἕκατι (gen.) (Eur., Cycl. 655).
    As far as you are concerned: P. and V. τὸ σὸν μέρος (Plat., Crito, 50B).
    As far as he was concerned: V. τοὐκείνου... μέρος (Eur., Hec. 989).
    As far as he was concerned you were saved: P. τό γε ἐπʼ ἐκεῖνον εἶναι ἐσώθης (Lys. 135). cf. τοὐπὶ σέ (Eur.. Rhes. 397).
    As far as I know: Ar. ὅσον γʼ ἔμʼ εἰδέναι (Nub. 1252).
    In so far as: P. καθʼ ὅσον.
    So far, to such an extent: P. and V. εἰς τοσοῦτο, εἰς τοσοῦτον.
    So far so good: P. and V. τοιαῦτα μὲν δὴ ταῦτα, P. ταῦτα μὲν οὖν οὕτως (Isoc.), V. τούτων μὲν οὕτω, τοιαῦτα μὲν τάδʼ ἐστί.
    Far advanced in years: P. πόρρω τῆς ἡλικίας, προβεβλήκως τῇ ἡλικίᾳ.
    His life is already far advanced: V. πρόσω μὲν ἤδη βίοτος (Eur., Hipp. 795).
    Far and wide: see under Wide.
    Far into the night: P. πόρρω τῶν νυκτῶν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Far

  • 5 Score

    subs.
    Account: Ar. and P. λογισμός, ὁ.
    Number: P. and V. ριθμος, ὁ.
    On the score of, as far as concerns: P. and V. ἕνεκα (gen.), V. οὕνεκα (gen.) (And. 759).
    Yes, on that score fortune favours you: V. μάλιστα τοὐκείνου μὲν εὐτυχεῖς μέρος (Eur., Hec. 989).
    So he encouraged them thus on the score of money: P. χρήμασι μὲν οὖν οὕτως ἐθάρσυνεν αὐτούς (Thuc. 2, 13).
    Put down to one's score: P. and V. ναφέρειν (τί τινι, or τι εἴς τινα); impute.
    A score: see Twenty.
    ——————
    v. trans.
    Score a point, victory, etc.: P. and V. νικᾶν.
    In argument: use P. and V. λέγειν τι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Score

См. также в других словарях:

  • μεν — (Maine). Ιστορική περιοχή της βορειοδυτικής Γαλλίας. Αντιστοιχεί σε μεγάλο μέρος στους σημερινούς νομούς Σαρτ και Μαγέν. Το έδαφος είναι ως επί το πλείστον πεδινό και κυματοειδές και διαρρέεται από διάφορους ποταμούς (Σαρτ, Μαγέν και Λουάρ), οι… …   Dictionary of Greek

  • μάλιστα — (AM μάλιστα) (βεβαιωτικό μόριο) 1. ναι, βέβαια, ως απάντηση που δηλώνει κατάφαση, συμφωνία, επιδοκιμασία (α. «διάβασες; Μάλιστα» β. «δῆλον ὅτι τῶν χρηστῶν, ὡς ἕοικας εἶ. Μάλιστα», Αριστοφ.) 2. προπάντων, ιδιαίτερα, κατ εξοχήν (α. «είναι πολύ… …   Dictionary of Greek

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

  • κύημα — το (AM κύημα) [κυώ] 1. το έμβρυο που βρίσκεται στην κοιλιά τής μητέρας από τη σύλληψη μέχρι τον τοκετό («μάλιστα μὲν μηδ εἰς φῶς ἐκφέρειν κύημα», Πλάτ.) 2. το βλάστημα 3. μτφ. αυτό που συλλαμβάνεται στον νου (α. «κύημα τής φαντασίας» β. «τοὺς… …   Dictionary of Greek

  • παροινώ — έω ΜΑ [πάροινος] φέρομαι βίαια και υβριστικά κατά την οινοποσία (α. «μεθύων ἐπαρῴνει μάλιστα μὲν εἰς αὐτόν, εἶτα καὶ εἰς ἡμᾱς», Δημοσθ.) αρχ. 1. φέρομαι υβριστικά, προσβάλλω, κακομεταχειρίζομαι («οὐ μὴ εὕρης τοὺς ανθρώπους οἳ παροινήσουσιν εἰς… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Im Anfang war das Wort — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

  • In vino veritas — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Epsilon — Epsilon Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»